- νταραβερτζής
- και νταλαβερτζής, ο1. αυτός που έχει εμπορικές συναλλαγές, που έχει δοσοληψίες με κάποιον2. πολυπράγμων, αυτός που αναμιγνύεται σε διάφορες υποθέσεις κυνηγώντας το κέρδος3. αυτός που τού αρέσει να προκαλεί φασαρία, εριστικός, καβγατζής.[ΕΤΥΜΟΛ. < νταραβέρι / νταλαβέρι + κατάλ. -τζής (πρβλ. καταφερ-τζής)].
Dictionary of Greek. 2013.